- θρήνο
- ağıt
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
θρηνητικός — ή, ό (ΑΜ θρηνητικός, ή, όν) [θρηνητής] 1. επιρρεπής στον θρήνο, αυτός που ανακουφίζεται με τον θρήνο 2. πένθιμος, θλιβερός, λυπητερός αρχ. 1. κατάλληλος για θρήνο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θρηνητικόν αιτία για θρήνο. επίρρ... θρηνητικώς και ά (ΑΜ… … Dictionary of Greek
θρηνώδης — ες (ΑΜ θρηνώδης, ες) [θρήνος] αυτός που μοιάζει με θρήνο ή που γίνεται με θρήνο, θρηνητικός («θρηνώδη άσματα») αρχ. 1. (για πρόσ.) επιρρεπής σε θρήνο 2. φρ. «τὸ θρηνῶδες τῆς ψυχῆς» ψυχική διάθεση για θρήνο. επίρρ... θρηνωδώς (ΑΜ θρηνωδῶς) με… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
θρηνώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, που μοιάζει με θρήνο ή που γίνεται με θρήνο, θρηνητικός, κλαψιάρικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντίμολπος — ἀντίμολπος, ον (Α) [μολπή] 1. αυτός που ηχεί διαφορετικά 2. φρ. «ἀντίμολπον ἧκεν ὀλολυγῆς κωκυτόν» ξέσπασε σε θρήνο αντί σε χαρούμενο κλάμα «ὕπνου τόδ ἀντίμολπον... ἄκος» τραγούδι που διώχνει τη νύστα … Dictionary of Greek
αντιτραγωδώ — ἀντιτραγῳδῶ ( έω) (Μ) συμμετέχω σε θρήνο … Dictionary of Greek
απολοφύρομαι — ἀπολοφύρομαι (Α) [ολοφύρομαι] 1. θρηνολογώ μεγαλόφωνα 2. ολοκληρώνω, σταματώ τον θρήνο («νῡν δὲ ἀπολοφυράμενοι...» και τώρα αφού κλάψατε, αφού μοιρολογήσατε όσο έπρεπε..., Θουκ.) … Dictionary of Greek
αυλακίζω — (AM αὐλακίζω) 1. κάνω αυλάκι σε αγρό ή κήπο 2. (για θρήνο) κάνω αυλάκια, γρατσουνιές με τα νύχια στο πρόσωπο … Dictionary of Greek
δεκατετρασύλλαβος — Στίχος που χρησιμοποιείται στη νεοελληνική ποίηση. Έχει ιαμβικό ή τροχαϊκό ρυθμό και είναι οξύτονος, παροξύτονος ή προπαροξύτονος. Πρόκειται ουσιαστικά για δύο ενωμένους επτασύλλαβους στίχους, γι’ αυτό και ορισμένοι τον χαρακτηρίζουν νόθο.… … Dictionary of Greek
δυσθρήνητος — δυσθρήνητος, ον (Α) αυτός που δύσκολα μπορεί να θρηνολογηθεί, που απαιτεί γοερόν θρήνο … Dictionary of Greek
ελεγεία — Ποιητική σύνθεση σε δίστιχα (ο πρώτος στίχος εξάμετρος, ο δεύτερος πεντάμετρος). Η ε. πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ιωνία κατά τις αρχές του 7ου αι. π.Χ. και φαίνεται ότι αρχικά συνοδευόταν από αυλό (η λέξη έλεγος είναι αρμενικής ή φρυγικής καταγωγής… … Dictionary of Greek